Σε μια περίοδο που η βαριά εγκληματικότητα αυξάνεται και η κοινωνία μας γίνεται καθημερινά γνώστης απεχθών εγκλημάτων, όπως οι δολοφονίες, οι βιασμοί και η κακοποίηση γυναικών, η κυβέρνηση μένει σταθερά προσηλωμένη στο δικό της αφήγημα. Η κυβέρνηση, στην αντιμετώπιση του προβλήματος της εγκληματικότητας , περνά, ως απόλυτη προτεραιότητα, την επιβολή «του τρόμου και της τάξης» στα πανεπιστημιακά ιδρύματα της χώρας. Στην κατεύθυνση αυτή, «με παράτες και με ταμπούρλα», κάνουν σήμερα 17 Γενάρη ένα νέο βήμα για τη σύσταση του νέου σώματος καταστολής ενάντια στη νεολαία, της «πανεπιστημιακής αστυνομίας», με την έναρξη της εκπαίδευσης 400 νεοπροσληφθέντων ειδικών φρουρών, στην πλειοψηφία τους πτυχιούχων σχολών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, όπως δηλώνουν.
Είναι πασίδηλο πως η ίδρυση της πανεπιστημιακής αστυνομίας δεν προσφέρει τίποτε θετικό στα πανεπιστήμια, στην εκπαίδευση, στην κοινωνία. Το γεγονός πως το έγκλημα και η βία δεν πηγάζει και δεν ευδοκιμεί στους χώρους των πανεπιστημίων, αποτελεί κοινή παραδοχή που την ασπάζονται ακόμη και οι αστυνομικοί. Ότι στόχος της κυβέρνησης είναι η επιβολή της «σιωπής των αμνών» στα πανεπιστημιακά ιδρύματα, με στόχο να απονευρώσει το φοιτητικό κίνημα και να μετατρέψει τους χώρους επιστημονικής διδασκαλίας και έρευνας σε εργαλεία εξυπηρέτησης των επιδιώξεων των επιχειρηματικών ομίλων, το αντιλαμβάνεται κάθε σκεπτόμενος άνθρωπος και ιδίως οι φοιτητές. Η κυβέρνηση με την υποχρηματοδότηση και τη δημιουργία ασφυκτικού και φοβικού κλίματος στα πανεπιστήμια, ουσιαστικά επιχειρεί να στρέψει τη νεολαία στα ιδιωτικά κολέγια.
Η λειτουργικότητα των πανεπιστημίων, η μόρφωση και η ελευθερία των ιδεών, η ασφάλεια των φοιτητών, των διδασκόντων και των εργαζομένων, δεν διασφαλίζεται με την ίδρυση πανεπιστημιακής αστυνομίας και τη λήψη κατασταλτικών μέτρων. Η λειτουργία τους απαιτεί γενναία χρηματοδότηση για το προσωπικό και τις υποδομές και ικανοποίηση των αιτημάτων του φοιτητικού κινήματος, ιδιαίτερα όσων αφορούν τα μέτρα για την αντιμετώπιση της πανδημίας του κορονοϊού. Τα όποια υπαρκτά προβλήματα αφορούν την ασφάλεια φοιτητών, διδακτικού προσωπικού και εργαζομένων, καθώς και την προστασία της δημόσιας περιουσίας στο χώρο των ιδρυμάτων, μπορούν να αντιμετωπιστούν από την ίδια την πανεπιστημιακή κοινότητα, εφόσον αυξηθεί γενναία η κρατική χρηματοδότηση. Εξάλλου, τίποτε δεν εμποδίζει την παρέμβαση της αστυνομίας στο χώρο των πανεπιστημίων, εφόσον καταγγέλλονται εγκληματικές πράξεις.
Η μόνιμη και σταθερή παρουσία της πανεπιστημιακής αστυνομίας, μέσα στο χώρο των ιδρυμάτων, ενώ το έγκλημα, όπως το εμπόριο ναρκωτικών, αναπτύσσεται ελεύθερα στις γύρω περιοχές, καταδεικνύει πως αποκλειστικός στόχος της κυβέρνησης είναι το φακέλωμα και η καταστολή και όχι η ασφάλεια. Αυτό επιβεβαιώνεται ακόμη και από το πρόγραμμα σπουδών των εκπαιδευόμενων ειδικών φρουρών της πανεπιστημιακής αστυνομίας, που περιλαμβάνει προανακριτικά καθήκοντα και συλλήψεις, δηλαδή «τύλιγμα των φοιτητών σε μια κόλλα χαρτί» και απόδοση ποινικών ευθυνών, αλλά και χρήση των όπλων για την- κατά την κυβέρνηση- «άοπλη πανεπιστημιακή αστυνομία».
Οι εν ενεργεία αστυνομικοί, που μέχρι σήμερα έχουν αντιμετωπίσει το ζήτημα της ίδρυσης της πανεπιστημιακής αστυνομίας, με πολλές επιφυλάξεις, πρέπει να αντιληφθούν ότι η προώθηση της λειτουργίας της, θα οδηγήσει σε νέες εντάσεις και θα τους βάλει απέναντι για μια ακόμη φορά, τόσο με το φοιτητικό κίνημα που παλεύει για αποκλειστικά δημόσια δωρεάν παιδεία, όσο και με όλο το λαό που αγωνίζεται για τα δικαιώματά του και ένα καλύτερο μέλλον για τα παιδιά του. Να καλέσουν και οι ίδιοι τον υπουργό προστασίας του πολίτη και την κυβέρνηση να σταματήσει την υλοποίηση του σχεδίου της για τη λειτουργία της πανεπιστημιακής αστυνομίας και να εκπαιδεύσει και αξιοποιήσει τους νεοπροσληφθέντες ειδικούς φρουρούς, με βάση και τις ειδικότερες σπουδές τους, στη δίωξη του εγκλήματος και την προστασία της ζωής και της λαϊκής περιουσίας, όπου υπάρχουν οι πραγματικές ανάγκες και όχι στα πανεπιστήμια για την καταστολή των φοιτητικών αγώνων.