Μ’ ένα στεφάνι εντός ποσού τριάντα ευρώ – όχι αργυρίων- η δαπάνη
(των κρατήσεων υπέρ ταμείων και Φ.Π.Α συμπεριλαμβανομένων)
θα υποκλιθεί φορώντας μάσκα μίας χρήσης, στον αστυνομικό, η Πολιτεία,
και ανέκφραστη θα σταθεί έναντι συζύγου και παιδιών, με γυαλιά μαύρα.
«Παρακαλώ, πανιερότατε, να επισπεύσουμε, να τελειώνουμε μάνι – μάνι»
-ο ωχροκίτρινος διοικητής ψελλίζει σε επήκοο ελάχιστων παρισταμένων-
«ο υπουργός, έχει ρουσφέτι στη Βουλή για την εκλογική του πελατεία,
είναι και ο λόγος, ο επικήδειος, που θα εκφωνήσω, φωτιά και λαύρα».
Θα απευθυνθώ στον αποδημήσαντα: – Όργανο τάξης ήσουν ή ταραξίας;
Να ταξιδέψεις με βαθυκύανη στολή και το στεφάνι, δεν σου άξιζε η τιμή,
στο φέρετρο σου η σημαία ελληνική και η Πολιτεία παρούσα και θλιμμένη!
Ούτε λόγος επαινετικός σου αξίζει, ήσουν μη συνεργάσιμος συνδικαλιστής.
Τεμπέλης, ανυπάκουος, η προσφορά σου στο κράτος… μηδαμινής αξίας!
Πρέπει να σου τα ψάλλω! Ξέρεις δεν με πτοούν τα κλάματα και οι λυγμοί.
Ούτε εκκλησία πήγαινες.. (Να ήξερες αμαρτωλέ τι κόλαση σε περιμένει!!!).
Το τέλος σου… άδοξο, δεν σε πυροβόλησε σε μάχη τρομοκράτης ή ένας ληστής.
Εσύ ονειρευόσουν τα χωράφια του χωριού σου, τα ρυάκια, το ρουμάνι
εκεί ήθελες ν’ αναπαυτείς, στον ίσκιο του δρυ, της ιτιάς και της φτελιάς,
Να πίνεις τσίπουρα και κόκκινο κρασί στον καφενέ, με κτηνοτρόφους,
συζητώντας πως τους ξεκλήρισε της Κομισιόν η κοινή αγροτική πολιτική.
Στους συναδέλφους έλεγες τα ίδια, αναφορές, διαμαρτυρίες, χαρτομάνι,
πως η διοίκηση κόβει τα ρεπό τους, ότι δεν βγάζει πρόγραμμα δουλειάς.
Για δικαιώματα μιλούσες, μόνος ή με την καθοδήγηση από συντρόφους;
Έφυγες, πριν σε αποτάξω και τι ντροπή, η κηδεία σου είναι τώρα τιμητική.
Δεν παρατάχτηκαν βέβαια, η μπάντα και το απόσπασμα για τις τιμητικές βολές
οι συνθήκες έκτακτες, επέβαλλαν άμεση στην Αθήνα την κηδεία και ταφή….
Να τρέχουν στ’ ορεινό βλαχοχωριό σου μικρά παιδιά και μια αλαφιασμένη χήρα; Διαμαρτυρήθηκες ότι δεν είχες στην υπηρεσία γάντια, μάσκα, απολυμαντικό.
Υπήρχαν οδηγίες για αυτοπροστασία! Το έπαιζες μάγκας με αριστερές καταβολές,
δική σου ήτανε η ευθύνη, εσύ με κρούσμα μετανάστη ήρθες σ’ επαφή.
«Να τον αφήσω να πεθάνει;» είχες ρωτήσει. Παίζει παιγνίδια και η μοίρα…
Δεν φταίει η διοίκηση, δεν φταίω εγώ! Ανεύθυνος, γι’ αυτό έφυγες από κορονοϊό!
Γιώργος Παλιούρας
(Το ποίημα πρωτοδημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα Alt.gr στις 9/4/2020)