Η αναθεώρηση του συντάγματος και το δικαίωμα απεργίας στα σώματα ασφαλείας.

Τις μέρες αυτές που συζητείται στη Βουλή η αναθεώρηση του συντάγματος της χώρας, για μια ακόμη φορά διαπιστώσαμε ότι  κανένα πολιτικό κόμμα, με εξαίρεση το ΚΚΕ, δεν έθεσε το ζήτημα της τροποποίησης του άρθρου 23 παρ. 2 που αφορά την απαγόρευση του δικαιώματος απεργίας στους δικαστικούς και στο προσωπικό των σωμάτων ασφαλείας. Ένα διαχρονικό αίτημα εκείνων των αστυνομικών, πυροσβεστών και λιμενικών που αγωνίζονται για τη διεύρυνση του συνδικαλιστικού τους δικαιώματος, για μια ακόμη φορά δεν βρίσκει δικαίωση. Χωρίς να σχολιάσουμε τις αιτίες για την κατάσταση αυτή και ιδιαίτερα τη στάση των συνδικαλιστικών ηγεσιών των ομοσπονδιών των εν ενεργεία συναδέλφων μας, θεωρούμε  ότι πρέπει να καταγραφεί η θέση μας για το θέμα.

Οι απόστρατοι αστυνομικοί που δραστηριοποιούμαστε στην Κίνηση Αποστράτων Αστυνομικών υποστηρίζουμε τον αγώνα για την κατοχύρωση του δικαιώματος απεργίας στα σώματα ασφαλείας.  Η υποστήριξη αυτή δεν είναι γενική και αόριστη αλλά για μας έχει συγκεκριμένο περιεχόμενο που αφορά το δικαίωμα της ουσιαστικής της άσκησης. Θεωρούμε ότι το δικαίωμα της απεργίας πρέπει να ασκείται και από τους αστυνομικούς, τους πυροσβέστες, τους λιμενικούς,  με τους ίδιους όρους που το ασκεί και το πολιτικό προσωπικό των σωμάτων ασφαλείας και γενικότερα οι δημόσιοι υπάλληλοι και μέσα από την  κατοχύρωση συγκεκριμένων προϋποθέσεων, που θα κάνουν εφικτή την άσκησή του και δεν θα το καταστήσουν στην πράξη ανεφάρμοστο και ανενεργό.

Αυτό δεν σημαίνει ότι αγνοούμε τις πραγματικότητες και την ιδιαιτερότητα του χώρου, για αντιμετώπιση της εγκληματικότητας, πυρκαγιών για την πυροσβεστική ή το ζήτημα της διάσωσης των προσφύγων στο Αιγαίο, όμως έχουμε υπόψη ότι το δικαίωμα αυτό μπορεί να εφαρμοστεί, όπως γίνεται και σε άλλες χώρες, με τους αναγκαίους περιορισμούς που δεν θα αναιρούν την ουσιαστική του άσκηση.   Δεν μπορούν λοιπόν, να μπαίνουν φραγμοί στην άσκηση του δικαιώματος απεργίας, με καθιέρωση τυπικών διαδικασιών.

Βέβαια, θα πρέπει να εξασφαλίζεται η μη δίωξη τόσο των διοργανωτών όσο και όλων όσων συμμετέχουν στην απεργία και να μην αποτελεί η συμμετοχή τους λόγο δυσμενών διακρίσεων σε βάρος τους. Ιδιαίτερα για τους οργανωτές θα πρέπει να εξασφαλίζεται ότι από τη γνωστοποίηση της απεργίας και μέχρι τη λήξη της δεν θα διατίθενται σε υπηρεσιακά καθήκοντα που θα δυσχεραίνουν το συνδικαλιστικό τους έργο και δεν θα επιτρέπουν ουσιαστικά τη συμμετοχή τους στην απεργία.

Το προσωπικό των σωμάτων ασφαλείας που δεν θα συμμετέχει για υπηρεσιακούς λόγους στην απεργία, ως προσωπικό ασφαλείας-έκτακτης ανάγκης, επιβάλλεται να κατοχυρωθεί ως τυπική προϋπόθεση ότι θα είναι το δυνατόν ελάχιστοι. Οπωσδήποτε κανένας δεν αρνείται ότι ένα αστυνομικό τμήμα πρέπει να έχει αξιωματικό υπηρεσίας την ημέρα της απεργίας αλλά σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό ότι πρέπει να υπάρχει και γραμματέας ή διαχειριστής υλικού δηλαδή προσωπικό για διοικητικές εργασίες που δεν αφορούν επείγοντα περιστατικά και το έγκλημα. Ούτε βέβαια μπορεί να αρνηθεί κάποιος την ύπαρξη πυροσβεστών επιφυλακής που θα επέμβουν με το όχημα σε μια πυρκαγιά. Όμως μπορεί τόσο το προσωπικό αυτό, όσο και το αστυνομικό προσωπικό των περιπολικών να είναι το όλως αναγκαίο. Στη πλειοψηφία του προσωπικού πρέπει να εξασφαλίζεται η δυνατότητα συμμετοχής στην απεργία και να μην προβάλλονται λόγοι ‘’διάλυσης του κράτους’’ για την άσκηση ενός κατοχυρωμένου δικαιώματος.

Μια βασική προϋπόθεση για την ουσιαστική άσκηση του δικαιώματος της απεργίας από το προσωπικό των σωμάτων ασφαλείας, είναι να μην χρησιμοποιείται αυτή ως αφορμή για τη συγκρότηση δυνάμεων καταστολής κατά των απεργών. Αυτό θα οδηγούσε σε αναίρεση του δικαιώματος απεργίας, επειδή οι δυνάμεις καταστολής θα αποτελούσαν μια άλλη μορφή, πιο επιθετική, απεργοσπασίας. Επιπλέον,  στις μεγάλες πόλεις που υπάρχουν συγκροτημένες μονάδες καταστολής αυτό θα λειτουργούσε ανασταλτικά στο απεργιακό δικαίωμα του προσωπικού των ίδιων των μονάδων καταστολής. Αλλά και στις άλλες περιοχές που συγκροτούνται περιστασιακά τέτοιες μονάδες καταστολής από προσωπικό διαφόρων αστυνομικών υπηρεσιών και πάλι αυτό θα φαλκιδεύει το δικαίωμα συμμετοχής στην απεργία του προσωπικού που θα στελεχώσει τις μονάδες αυτές.  Επομένως, σε κάθε περίπτωση πρέπει να διασφαλιστεί ότι κατά των απεργών των σωμάτων ασφαλείας αλλά και γενικότερα των απεργών εργαζομένων, δεν θα συγκροτούνται δυνάμεις καταστολής. 

Χωρίς να τεθούν οι παραπάνω όροι και προϋποθέσεις, το δικαίωμα της απεργίας, ακόμη και αν κατοχυρωθεί με την τροποποίηση του άρθρου 23 παρ. 2 του συντάγματος, θα αποτελέσει ένα πυροτέχνημα, χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο. Μπορεί η όποια κυβέρνηση να επικαλείται την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ή και την 151 Σύμβαση της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας που προβλέπουν δυνατότητα περιορισμού στο δικαίωμα απεργίας των δημοσίων υπαλλήλων και του προσωπικού των σωμάτων ασφαλείας, όμως  σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να θίγεται ο πυρήνας του δικαιώματος και ιδίως να ευνουχίζεται η αποτελεσματική άσκησή του στο πλαίσιο της συνδικαλιστικής δράσης.